Σάββατο 14 Μαΐου 2011

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ

Το κείμενο που ακολουθεί ανήκει στη αυτοβιογραφική συλλογή διηγημάτων με τίτλο
"ΤΟ ΝΗΜΑ ΚΟΚΚΙΝΟ"

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
Κι όμως, ήμουν άριστη μαθήτρια, εύστροφη κι επιμελής.
Και το εξατάξιο γυμνάσιο που φοίτησα ήταν ονομαστό,  Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων Θεσσαλονίκης.
Και το δημοτικό σχολείο που τελείωσα ήταν ξακουστό στην πόλη, Ιωαννίδειος Σχολή.
Και αγαπούσα πολύ και το βιβλίο, το διάβασμα το εξωσχολικό. Πήγαινα και ερχόμουνα
στη βιβλιοθήκη, στη ΧΑΝΘ, από παιδί ακόμα. Η κάρτα μου ήταν πάντα γεμάτη ημερομηνίες δανεισμού, ήμουν πολύ περήφανη γι αυτό.
Θυμάμαι στις διακοπές, μαθήτρια έφηβη, ξυπνούσα ξημερώματα για να βυθιστώ στο βιβλίο μου
και μόλις το τελείωνα,  έτρεχα να δανειστώ κι άλλο, κι άλλο. Πείνα και δίψα αχόρταστα.
Κι όμως, τα βασικά δεν τα πήρα στη νεότητά μου, ούτε από την οικογένειά μου, ούτε από το σχολείο,
ούτε από τα πολλά βιβλία που διάβασα.
Δεν το ήξερα, όμως. Το κατάλαβα μετά τα τριανταέξι μου χρόνια, όταν άρχισα την περιπλάνηση μόνη μου, πίσω, σ' αυτά που δεν απέκτησα για εφόδια στη ζωή μου από κανέναν.
Και την αναζήτηση την άρχισα πάλι τυχαία, στα τυφλά. Δεν ήξερα τί έψαχνα, ένοιωθα όμως ελλείψεις. Πιεστικές μα ασαφείς, αναγκαίες αλλά άγνωστες.

Ο κόσμος μου, τότε, ήταν η οικογένειά μου, η δική μου οικογένεια. Ο άντρας μου και τα παιδιά μου.
Το τέταρτο ήταν ακόμα μωρό, το αγοράκι μου το τελευταίο που με τόση λαχτάρα έφερα στον κόσμο, δώρο στον άντρα μου το μοναχοπαίδι το στερημένο απ' αδέλφια.
Τα δύο πρώτα μου παιδιά, αγόρι και κορίτσι, τα έκανα κοντά κοντά στα εικοσιένα και εικοσιτρία μου χρόνια, μικρή μα ώριμη μανούλα που αφοσιώθηκε στη ζωή της οικογένειας μ' όλο της το είναι.
Κι όταν πήγαν αυτά σχολείο, τότε έκανα το τρίτο το κοριτσάκι μου, για να διοχετεύω την ενέργειά μου σ' αυτό το μαγευτικό δημιουργικό έργο της συζύγου και μητέρας.
Όμως το μωρό μου ήταν μόνο του, τα αδέλφια του εφτά και εννιά χρόνια πιο μεγάλα ήταν μια παρέα μεταξύ τους και είχαν κοινούς φίλους. Περνούσαν όμορφα χρόνια παιδικά μαζί.
Και τότε λαχτάρησα κι άλλο παιδί, να δώσω αδελφική παρέα στο τρίτο εγκαίρως, όπως στα πρώτα τα μεγαλύτερα.
Θέλησα νά ναι αγόρι το τέταρτο, να συμπληρώσει την οικογένεια, τα ζευγάρια των αδελφών, να γίνουν δύο οι γιοί του άντρα μου όπως ήταν δύο και οι κόρες. Εγωϊστική σκέψη, αλλά έμμονη.
Πέρασα δέκα μήνες προσευχόμενη στην Παναγιά να μου χαρίσει ένα αγοράκι, να το χαρίσω στον άντρα μου, να του δώσουμε και το όνομα του θείου του του αδικοχαμένου στον πόλεμο που φάνταζε ήρωας στα μάτια του, να γίνονταν δύο τα αδέλφια με τα ονόματα των αδελφών παππούδων, ο πρώτος μου γιός είχε το όνομα του πεθερού μου, κι έτσι να ξαναδώσω ζωή στο οικογενειακό όνομα,αρσενική ζωή, συνέχεια...
Ονειρευόμουν, προσευχόμουν μέρα και νύχτα, ήταν ένα σχέδιο πια ολοκληρωμένο, ακόμα και το όνομα του πατέρα μου θ' αρνιόμουνα, τό χα πάρει απόφαση.
Το είχα διαλαλήσει το σχέδιο στις φίλες μου, αυθόρμητη όπως ήμουν και διάφανη, κι εκείνες πότε θύμωναν με τα λόγια μου, πώς μπορούσα να σχεδιάσω, πότε κορόϊδευαν την εμμονή μου. Όμως εγώ δεν έδινα σημασία και συνέχιζα να σχεδιάζω το όνειρό μου...
Και η εγκυμοσύνη ήρθε ακριβώς στην ώρα, και το αγοράκι το ίδιο. Δώρο στον άντρα μου από την καρδιά μου.
Τί χαρά ένοιωσα, απογειώθηκα κυριολεκτικά. Το συναίσθημα ήταν συνταρακτικό, ήταν η πίστη ότι το σχέδιό μου πέτυχε, γνώριζα εξάλλου καλά κάθε βήμα, κάθε στιγμή, κάθε σκέψη, κάθε λεπτομέρεια,
τα ανακαλούσα όλα από την αρχή, πήγαινα μπρος πίσω κι έβρισκα σημάδια που εδραίωναν την πίστη ότι, πράγματι ήταν έτσι.
Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και η υλοποίησή του με κίνητρο και στόχο την ειλικρινή και άδολη, την ανιδιοτελή αγάπη για τα παιδιά και τον άντρα μου.

Αλήθεια, όταν πηγαίναμε στο χωριό του, το σπίτι της πεθεράς μου ήταν μεγάλο και πλούσιο, το καλύτερο του χωριού, όμως άδειο από αδέλφια και φωνές. Μόνο ξαδέλφια και μακρινοί συγγενείς γέμιζαν τη διαμονή μας εκεί, έρχονταν άλλά έφευγαν, δεν ήταν το πατρικό τους.
Ζήλευα τις μεγάλες οικογένειες, τις πολύβουες και πολύγχρωμες, με τα πολλά παιδιά και τα περισσότερα εγγόνια που ήταν ξαδέλφια μεταξύ τους. Κι ας ήταν φτωχότεροι από μας, κι ας στριμώχνονταν σ' ένα δωμάτιο ο ένας πάνω στον άλλον.
Κυκλοφορούσε ένα άρωμα σ' εκείνα τα σπίτια που το μύριζα, μια χαρά αόρατη, διάχυτη μουσική στ' αυτιά μου θεσπέσια που δεν την άκουγα όταν γύριζα στό δικό μας.
Ο άντρας μου ήταν μοναχοπαίδι, καλομαθημένο από τη μάνα του που χήρεψε νωρίς και τον σπούδασε με στερήσεις. Κι εκείνος πρόκοψε πολύ κι έκανε και οικογένεια.
Κάτι έλειπε πάντα από το σπίτι μας στο χωριό κι ας είχαμε μικρά παιδιά. Το ένοιωθα χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω.
Μ' αυτές τις σκέψεις ονειρεύτηκα το τέταρτο παιδί μου, να δημιουργήσω μια πολύβουη, πολύχρωμη οικογένεια που θα ζήσει αυτή τη χαρά αργότερα, στις γιορτές και στις διακοπές, όταν θα μαζεύονται όλοι μαζί κι όχι, βέβαια, μόνο στο χωριό.

Το μωρό μου μεγάλωνε κι εγώ έτρεχα στις φροντίδες όλων αγόγγυστα, όταν ο άντρας μου θέλησε
να με γλυτώσει από τα περιττά βάρη, αφού μπορούσε. Έτσι, επέμενε να φέρει μόνιμο βοηθό στο σπίτι, εκείνος επέμενε, εγώ αντιδρούσα, γιατί εγώ τι θα έκανα αφού δεν εργαζόμουν.
Είχα τόση ενέργεια μέσα μου κι ήμουν τόσο αφοσιωμένη στο έργο μου, επάγγελμα μητέρα δήλωνα χαριτολογώντας όταν με ρωτούσαν, το εννοούσα όμως σοβαρά.
Όμως, τελικά, η βοηθός ήρθε κι έμεινε μαζί μας, κι εγώ είχα πια πολύ ελεύθερο χρόνο ξαφνικά, δεν ήξερα τί να τον κάνω. Ένοιωθα ένα κενό που έπρεπε να γεμίσω.
Και τότε, διάλεξα να ασχοληθώ περισσότερο με τα παιδιά μου τα μεγάλα, μιας και η κοπέλα έπαιζε
με τις ώρες και έβγαζε βόλτα τα μικρά, το απόγευμα που δεν είχε δουλειές.
Αυτά, τότε, ξεκινούσαν το Γυμνάσιο και θέλησα να τα βοηθήσω περισσότερο στα μαθήματα. Πήρα, λοιπόν, στα χέρια μου τα Νεοελληνικά κείμενα και τρόμαξα, δεν μπορούσα να βοηθήσω. Δεν ξέρω τί είχα μάθει στο σχολείο, όμως δε θυμόμουν τίποτε.
Έπρεπε να αναζητήσω αυτή τη γνώση, πρώτα για μένα, από την αρχή. Κατάλαβα ότι δεν είχα επαφή με την νεοελληνική λογοτεχνία, κι έτρεξα στη Βιβλιοθήκη του Συλλόγου Γυναικών στον τόπο που ζούσαμε, στο Πανόραμα.
Θυμάμαι, όταν μπήκα μέσα κοντοστάθηκα με μια απορία, από πού ν' αρχίσω δεν ήξερα.
Ζήτησα νεοελληνική λογοτεχνία, μου έδειξαν το σχετικό ράφι και τράβηξα ένα στην τύχη, θ' άρχιζα απ' αυτό. Ήταν του Παντελή Πρεβελάκη, το όνομα του συγγραφέα ηχούσε γνώριμα, ήταν έκδοση της Εστίας, άρα σίγουρα καλό νεοελληνικό βιβλίο.
Γύρισα στο σπίτι, ήταν απόγευμα, η πεθερά μου έβλεπε τηλεόραση, τα μεγάλα διάβαζαν, τα μικρά έπαιζαν με την κοπέλα στο χαλί, άναψα το πορτατίφ και κάθησα στον καναπέ, στον τοίχο του μεγάλου καθιστικού που είχε θέα στην πόλη.
Ένοιωσα σαν παιδούλα, τότε που διάβαζα πολύ.
Ήμουν τριάντα εφτά χρονών και είχα να πιάσω στα χέρια μου βιβλίο από τα χρόνια του σχολείο.
Μόνο περιοδικά εργοχείρων, βιβλία μαγειρικής και ξεφύλλισμα εφημερίδων συντρόφευαν φευγαλαία τον λιγοστό μου χρόνο και το ανύπαρκτο περιθώριο του νου μου από τα ξενύχτια και τις φροντίδες.
Τέσσερα παιδιά και πεθερά, απαιτητικός σύζυγος, μεγάλο σπίτι και ανοιχτή ζωή με υποχρεώσεις...
Ο κόσμος μου ολόκληρος, τότε!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου