Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ

Το Διήγημα που ακολουθεί γράφτηκε την άνοιξη του 2009, είναι αυτοβιογραφικό  και ανήκει στην ανέκδοτη συλλογή με τίτλο  "Το νήμα κόκκινο"


Η πρώτη μου επαφή με το Χριστό έγινε απλά κι αθόρυβα, μέσω της τρυφερής φιλίας μου με την Άσπα.
Νεαρή μαννούλα εγώ, πολύ μεγαλύτερή μου εκείνη, επίσης νέα μητέρα, μοιραζόμασταν αρκετές φορές την ημέρα καλημέρες, καληνύχτες και λόγια απλά καθημερινά, όταν συμπίπταμε στα μπαλκόνια του φωταγωγού.
Μέναμε σε διπλανές πολυκατοικίες, εγώ στον πρώτο, εκείνη στον δεύτερο όροφο. Τα διαμερίσματα συναντιότανε και στην πίσω πλευρά, στον μεγάλο ακάλυπτο χώρο που κάποτε θα γινόταν πάρκο, και το καλοκαίρι λέγαμε και κάτι περισσότερο ακουμπώντας στα κάγκελα των μπαλκονιών.
Τα κοριτσάκια μας είχαν μικρή διαφορά ηλικίας. Είχα ήδη ένα αγοράκι όταν η Άσπα απέκτησε την πολυπόθητη κορούλα της και λίγο αργότερα γέννησα κι εγώ ένα κοριτσάκι.Είχαμε λοιπόν πολλά κοινά να μοιραστούμε για τα μωρά μας τα κορίτσια. Κάποτε άρχισαν από μέρους της και οι προσκλήσεις για καφέ, να παίξουν τα μωρά, να τα πούμε από κοντά.
Αν και ήμουν πολύ μικρή, μόλις εικοσιτεσσάρων χρόνων και εκείνη ήδη τριάντα οκτώ γεμάτα, είχαμε τόσα πολλά να πούμε κάθε φορά που δε μας έφθανε ο χρόνος.
Η συζήτηση στριφογύριζε γύρω από τα μικρά μας, τα ξενύχτια, το φαγητό, τους πυρετούς, τις ιδιοτροπίες τους και, κάποια στιγμή όταν τελείωναν οι μανούλες με τα άγχη, τις φροντίδες, τις αγωνίες και τα όνειρά τους, άρχιζαν να μιλούν και να επικοινωνούν οι γυναίκες με τα πολλά ενδιαφέροντα, βιβλία, θέατρο, κοινωνία φιλοσοφία,
Κάθε επίσκεψη ήταν για μένα μια εμπειρία, ένα μαγικό ταξίδι σε έναν όμορφο κόσμο, ζεστό, φιλικό και γεμάτο ποιότητα.
Το σπίτι ήταν επιπλωμένο με έπιπλα ρουστίκ, όχι όμως βαριά, καλοβαλμένα και οι τοίχοι
ήταν γεμάτοι γκραβούρες, συλλογές, φωτογραφίες, όλες πολύγχρωμες σε ομάδες θεματικές. Κάθε γωνιά μου άρεσε υπερβολικά. Είχε κάτι αυτό το σπίτι που δεν το γνώριζα, δεν το συναντούσα αλλού.
Η Άσπα ήταν κοινωνική λειτουργός με πολλές φίλες και συναδέλφους. Ο άντρας της, ένας ωραίος και χαμογελαστός κύριος ήταν αξιωματικός. Είχαν και τη μητέρα της μαζί, μια ευγενική, ηλικιωμένη κυρία πάντα διακριτική.
Συζητούσαμε όλοι μαζί, κάτι πρωτόγνωρο για μένα που μου άρεσαν οι ποιοτικές συναναστροφές και είχα πολλά ενδιαφέροντα, εξάλλου ήταν λίγα τα χρόνια που τελείωσα το σχολείο με υψηλούς βαθμούς και επαίνους.
Αυτή η γυναίκα με μάγευε. Γέμιζα εντυπώσεις και σκέψεις, τις κουβαλούσα στο σπιτικό μου, τις επεξεργαζόμουν. Η δική μου ζωή ήταν πολύβουη αλλά πεζή. Δυό μικρά παιδιά, φίλες της ηλικίας μου με μωρά, ένας σύζυγος εργασιομανής και φιλόδοξος και μια πεθερά με ισχυρό ταμπεραμέντο συνέθεταν την καθημερινότητά μου τη γεμάτη, τον κόσμο μου που άρχιζε να κλείνει πριν καν ακόμα ανοίξει.
Εκείνο που μου χάριζε ιδιαίτερη απόλαυση, πρώτα αισθητική και έπειτα γευστική, ήταν το σερβίρισμα του καφέ. Η Άσπα ήταν ένας χαρούμενος πληθωρικός άνθρωπος, μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και κάθε τι το έκανε να φαίνεται σπουδαίο. Ήταν όμως, όντως, σπουδαίο! Διότι ήταν μία ιεροτελεστία!
Τοποθετούσε απαλά μπροστά μου ένα τραπεζάκι με λεπτά καγκελωτά πόδια, έστρωνε ένα κολλαρισμένο πετσετάκι ασπροκέντημα και έφερνε έναν μικρό ασημένιο δίσκο. Ο καφές άχνιζε στην πάντα φίνα πορσελάνη, το νερό άστραφτε στο λεπτό κρυστάλλινο ποτήρι και τα φρεσκοψημένα κουλουράκια κανέλας που τα συνόδευαν με έκαναν να νοιώθω ότι αυτός ο καφές ήταν για μένα ένα δώρο, μια ιδιαίτερη φροντίδα με πολλή αγάπη.
Αυτή όμως ήταν η Άσπα, πολλή αγάπη! Και την έβγαζε αυτήν την αγάπη στα λόγια της, στο χαμόγελό της, στο σπίτι της, στο σερβίρισμά της, στα κουλουράκια που μοσχομύριζαν.
Η Άσπα, περιέργως, θαύμαζε εμένα ως μητέρα. Αυτά που έβλεπε και άκουγε καθημερινά χωρίς να το θέλει, τα παιδιά μου που τα ζούσε από κοντά, έκαναν αυτήν τη σπουδαία γυναίκα να με ρωτά για τον τρόπο που τα μεγαλώνω, για το θάρρος να τα μαλώνω, για το κουράγιο στις δυσκολίες και στις αρρώστιες.
Εκείνη, ίσως γιατί ήταν αρκετά μεγάλη όταν απέκτησε το πρώτο της παιδί, φοβόταν κάθε τι, αγχωνόταν και έδειχνε υπερβολική αδυναμία.
Έβλεπε διαφορές μεταξύ μας και θαύμαζε εμένα την κοπελίτσα, την αυθόρμητη, τη νοικοκυρά.
Η αγαπημένη μου φίλη ήταν βαθιά θρησκευόμενη με τρόπο που με ξένιζε διότι δεν ήμουν συνηθισμένη από το περιβάλλον μου στην ουσία της θρησκείας.
Η δική μου προσέγγιση ήταν ελάχιστη και τυπικά περιορισμένη στο καντηλάκι που άναβε η μητέρα μου στις γιορτές, στον σταυρό μας που κάναμε συχνά, στο Πάτερ ημών, στο Πιστεύω, στη Θεία Κοινωνία κάθε Μεγάλη Πέμπτη φορώντας πάντα καινούρια παπούτσια, στην περιφορά του Επιταφίου, στην Ανάσταση και τέλος, στον καθιερωμένο Εκκλησιασμό με το σχολείο καθώς και στο Κυριακάτικο Κατηχητικό κάποτε κάποτε. Είχα μάθει, μάλιστα, απέξω τμήματα της Θείας Λειτουργίας με τον επαναληπτικό υποχρεωτικό εκκλησιασμό.
Αργότερα, η πεθερά μου προσέθεσε ακόμα κάποια στοιχεία στο θρησκευτικό μου υπόβαθρο με το να πηγαίνει ξημέρωμα Κυριακής στην εκκλησούλα, όπως την έλεγε, στο χωριό. Εκεί, μάζευε τα κεριά, βοηθούσε τον παπά που ήταν συγγενής της, καθάριζε κι όλας. Όταν ήταν μαζί μας στην πόλη, δηλαδή τον περισσότερο καιρό, ζητούσε να πάει στην εκκλησία, της έλειπε όπως έλεγε. Επί πλέον, άναβε το καντηλάκι στο δωμάτιό της κάθε μέρα κάνοντας το σταυρό της και το βράδυ πάντα έκανε όρθια την προσευχή της στο σκοτάδι πριν πάει για ύπνο.
Όμως η Άσπα γλυκομιλούσε, έλεγε λόγια αγάπης για τον συνάνθρωπο, ήταν η δουλειά της βέβαια της κοινωνικής λειτουργού που την βοηθούσε, επιπλέον διάβαζε πολύ.
Μια μέρα, δε θυμάμαι ακριβώς τι συζητούσαμε, μου μίλησε για την προσευχή και τη δύναμή της.
Εντυπωσιάστηκα πολύ από τα λόγια της, πρέπει να αγωνιούσα για κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας ενός παιδιού μου και φύσει αισιόδοξη όπως ήμουν έψαχνα να βρω λύση με αποφασιστικότητα. Ρώτησα λοιπόν τη φίλη μου τι εννοεί ακριβώς, πως προσεύχεται κανείς.
Εκείνη μου έφερε ένα μικρό βιβλίο. Είναι πολύ καλό βιβλίο Άννα, μου είπε, θα σου δώσει τις απαντήσεις που θέλεις.
Έτσι, στα εικοσιτέσσερα χρόνια μου, πήρα στα χέρια μου το "ΜΑΘΕ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΑΙ"του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου Μπλουμ, το οποίο αργότερα αγόρασα για να το μελετώ. Έπρεπε να μελετήσω αυτό το βιβλίο, ήταν πολύ δύσκολο για μένα, είχε έννοιες καινούριες και άγνωστες.
Εκείνο που θυμάμαι τώρα, τριάντα δύο χρόνια αργότερα, είναι το ερώτημα που μου άφησε καρφωμένο μέσα στο νου μου τότε.
Ο Χριστός είναι μέσα σας, έλεγε, θα στραφείτε μέσα σας και θα μιλήσετε σ' Εκείνον!
Όταν ήμουν μόνη, μιλούσα δυνατά, κοιτούσα το στήθος μου και αναρωτιόμουν. Χριστέ μου είσαι μέσα μου, λέει το βιβλίο. Πού δηλαδή μέσα μου. Κουνούσα με απορία τα χέρια μου στριφογυρίζοντας και φώναζα. Πού είσαι μέσα μου Χριστέ μου!
Δεν είχα καταλάβει τίποτε ακόμα!
Τώρα που ξετυλίγω την ανέμη της ανάμνησης, κατανοώ ότι, έστω κι αν δεν κατάλαβα τίποτε τότε, κάθε του λέξη γράφτηκε μέσα στο νου μου και κάθε μου απορία ερμηνεύτηκε από άλλα βιβλία, πολύ αργότερα.

Σήμερα, η καρδιά μου τραγουδά το μήνυμά του!
Ναι, κατάφερα να μάθω να προσεύχομαι από ένα καλό βιβλίο, το οποίο έστω και ασυνείδητα μου έδειξε τον δρόμο. Τον σωστό δρόμο. Αυτόν τον δρόμο βάδισα κι αυτόν βαδίζω.....
Η φίλη μου χάθηκε πολύ πρόωρα, έφυγε από τη ζωή με πολύ πόνο.
Εγώ έφυγα από τη ζωή της δικής μου πολύτεκνης οικογένειας, χάθηκα, με πολύ πόνο επίσης,
όμως ο Χριστός είναι γιατρός, είναι Δρόμος που τον συναντάς στης Προσευχής την Ώρα.
Είναι μαγική η ώρα αυτή και φέρνει δώρα, υπομονή και θάρρος, συγχώρεση και κατεύθυνση, ελπίδα!
Κάποτε φέρνει και στίχους! Ο πόνος της καρδιάς γίνεται το τραγούδι μιας δεύτερης ζωής!

Σήμερα, ώριμη πια, μπορώ να πω ότι ζω την Άνοιξη καθημερινά στο περιβόλι του νου και της καρδιάς μου.
Οι προσευχές μου οι πολλές, αυτές που με κράτησαν ζωντανή και με οδήγησαν, καλλιέργησαν αυτόν τον κήπο και είναι πάντα ολάνθιστος για μένα. Τον προσέχω τον κήπο μου πολύ. Τον περιποιούμαι καθημερινά με προσευχή, θετικές σκέψεις και γλυκά συναισθήματα.
Κι αυτός συνεχώς ανθίζει και μου χαρίζει χρώματα κι αρώματα!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου